ὀρθαγορίσκος

ὀρθαγορίσκος
ὀρθαγορίσκος
Grammatical information: m.
Meaning: `sucking-pig' (Ath., H.), also as fishname (Plin.; because of the grunting sound, Strömberg Fischn. 69); besides βορθαγορίσκια χοίρεα κρέα. καὶ μικροὶ χοῖροι βορθαγορίσκοι (-θάκεοι cod.). Λάκωνες H.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Acc. to several informants ap. Ath. 4, 140b for *ὀρθραγορίσκος, "ἐπεὶ πρὸς τὸν ὄρθρον πιπράσκονται" (litterally `who has its market in the early morning'), a qualification, which Bechtel Dial. 2, 328 rightly finds remarkable, but considers as undoubtable; the name would be a word of plaisantry. After Pisani Paideia 13, 143 however by the Lacedaemonians created with unfriendly reference to Όρθαγόρας, the first tyrant in Sicyon; from there folketymolog. ὀρθρ-. Can be sonsidered.
Page in Frisk: 2,415

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀρθαγορίσκος — sucking pig masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθαγορίσκος — ο (Α ὀρθαγορίσκος) νεοελλ. ζωολ. γένος ψαριών που το γνωστότερο είδος του έχει την κοινή ονομασία φεγγαρόψαρο αρχ. 1. χοιρίδιο που ακόμη θηλάζει 2. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από το όν. τού τυράννου …   Dictionary of Greek

  • ὀρθαγορίσκοι — ὀρθαγορίσκος sucking pig masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθαγορίσκους — ὀρθαγορίσκος sucking pig masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρθρος — (από το ρήμα όρνυμι = κινώ, ξεσηκώνω, εγείρομαι, δηλαδή σηκώνομαι). Ο πριν από την αυγή χρόνος, η χαραυγή. Στην εκκλησιαστική γλώσσα ό. είναι η ακολουθία της θείας λατρείας που γίνεται πριν από την ανατολή του ήλιου, δηλαδή «τα βαθιά χαράματα»… …   Dictionary of Greek

  • φεγγαρόψαρο — Ψάρι της οικογένειας των Μολιδών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία ορθαγορίσκος. Ζει σχεδόν σε όλες τις θάλασσες, έχει μήκος περίπου 2 μ. και ζυγίζει γύρω στα 100 κιλά. Το σχήμα του είναι ιδιόμορφο και δεν μοιάζει με κανένα άλλο είδος… …   Dictionary of Greek

  • μολίδες — (molidae). Οικογένεια ψαριών. Κυριότερος εκπρόσωπος της οικογένειας είναι το γένος μόλα ή ορθαγορίσκος. Το είδος αυτό, που είναι περισσότερο γνωστό ως φεγγαρόψαρο και ηλιόψαρο είναι η μύλη των αρχαίων Ελλήνων. Πρόκειται για μεγάλο ψάρι των θερμών …   Dictionary of Greek

  • u̯erdh-, u̯redh- —     u̯erdh , u̯redh     English meaning: to grow; high     Deutsche Übersetzung: “wachsen, steigen; hoch”     Material: O.Ind. várdhati, várdhatē, vr̥dháti “wächst, mehrt sich”, várdha m. “das Fördern”, vardháyati “makes grow”, vr̥ddhá “ grown,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”